αποπτος

αποπτος
    ἄποπτος
    ἄπ-οπτος
    2
    1) издали видимый
    

(ἀπὸ τοῦ χώματος Arst.; καταφανές καὴ ἄ. Plut.)

    ἐξ ἀπόπτου Soph., Plat., Plut.(наблюдая) издали

    2) удаленный от взоров, невидимый, т.е. далекий
    

(τινος Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αποπτος" в других словарях:

  • άποπτος — ἄποπτος, ον (Α) [οπτός] 1. ορατός από μακριά 2. αυτός που βρίσκεται έξω από το οπτικό πεδίο, πολύ μακριά 3. ο μόλις, με δυσκολία ορατός …   Dictionary of Greek

  • ἄποπτος — seen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόπτως — ἄποπτος seen adverbial ἄποπτος seen masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄποπτον — ἄποπτος seen masc/fem acc sg ἄποπτος seen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόπτου — ἄποπτος seen masc/fem/neut gen sg ἀποπέτομαι fly off aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόπτων — ἄποπτος seen masc/fem/neut gen pl ἀ̱πόπτων , ἀποπτάω roast sufficiently imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱πόπτων , ἀποπτάω roast sufficiently imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀποπτάω roast sufficiently imperf ind act 3rd pl (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόπτῳ — ἄποπτος seen masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄποπτα — ἄποπτος seen neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄποπτοι — ἄποπτος seen masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AUDIENDI eum — qui calicem tenebat, in Symposiis Graecorum mos indigitatur in acutissimo illo in Demosthenem ioco, apud Plut. c. 35. Cum emm is calice insignis caelaturae, aliisque donis ab Harpalo acceptis, male audiret, seque purgare volentem non audiret… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»